βελέσι

βελέσι
το
1. γυναικείο μεσοφόρι (από τη μέση ως τους αστραγάλους) συνήθως βαμβακερό
2. εξωτερικό, επίσημο γυναικείο ένδυμα (από τη μέση ως τους αστραγάλους)
3. φρ. «σέρνεται απ' το βελέσι της» — η γυναίκα του τον κάνει ό,τι θέλει. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) valessio].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βέλεσι — βέλος missile neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SCORPIO — I. SCORPIO 1. Regum c. 12. v. 11. in his Roboami verbis, Pater meus castigavit vos scuticis, et ego vos castigabo scorpionibus, flagri genus est scuticâ gravius. Hebraei virgan spineam, aut flageilum spinis aculcatum intelligunt, vide supra in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατακοντίζω — (AM) πλήττω κάποιον σαν να τὸν χτυπούσα με ακόντιο («θείοις ῥήμασιν ὡς βέλεσι κατηκόντισε», Μηναὶ) αρχ. φονεύω με ακόντιο («ὡς κατακοντιέει σφέας», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • Δαφνοσπηλιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 336 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται 17 χλμ. Ν της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλλιφώνου. Έως το 1928 ονομαζόταν Βέλεσι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”