- βελέσι
- το1. γυναικείο μεσοφόρι (από τη μέση ως τους αστραγάλους) συνήθως βαμβακερό2. εξωτερικό, επίσημο γυναικείο ένδυμα (από τη μέση ως τους αστραγάλους)3. φρ. «σέρνεται απ' το βελέσι της» — η γυναίκα του τον κάνει ό,τι θέλει. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) valessio].
Dictionary of Greek. 2013.